ατοξίνη

ατοξίνη
Μικροβιακή τοξίνη που έχει χάσει την τοξική της ισχύ, αλλά διατηρεί τις αντιγονικές και ανοσοποιητικές της ιδιότητες. Λέγεται και ανατοξίνη. Το αβλαβές αυτό παράγωγο της τοξίνης μάς προσφέρεται, όταν τροποποιηθεί η τοξίνη με φορμαλίνη και θέρμανση στους 39-41°C. Η πρώτη α., κατάλληλη για την ανοσία ανθρώπων, ανακαλύφτηκε το 1923 από τον Γάλλο ανοσιολόγο Ζ. Ραμόν και χρησιμοποιήθηκε για ενεργητική ανοσοποίηση παιδιών που ήταν εκτεθειμένα στον κίνδυνο διφθεριτικής μόλυνσης. Εκτός από την α. της διφθερίτιδας, έχουν παραχθεί και χρησιμοποιούνται για εξειδικευμένη προφύλαξη και θεραπεία οι α. του τετάνου, του σταφυλόκοκκου, της αλλαντίασης, της δυσεντερίας, οι α. που προκαλούνται από τους παράγοντες της αεριογόνου γάγγραινας, οι α. που δημιουργούνται από τα δηλητήρια ορισμένων φιδιών κ.ά.
* * *
η
ανατοξίνη*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”